- παρακινδύνευμα
- παρακινδύν-ευμα [ῡ], ατος, τό, = sq., Hsch.A s.v. ἐκ παραβολῆς.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρακινδύνευμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακινδύνευμα — τὸ, Α [παρακινδυνεύω] παράτολμο θάρρος, επικίνδυνο τόλμημα, παρακινδύνευση … Dictionary of Greek
παρακινδυνεύματος — παρακινδύνευμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)